ἀστειοτάτας

ἀστειοτάτας
ἀστεῑοτάτᾱς , ἀστεῖος
of the town
fem acc superl pl
ἀστεῑοτάτᾱς , ἀστεῖος
of the town
fem gen superl sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κράμβος — (I) κράμβος, η, ον (Α) 1. ξηρός 2. (για ήχο) βροντώδης («ἀπὸ κραμβοτάτου στόματος μάττων ἀστειοτάτας ἐπινοίας», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *(s)kreb(h) «ζαρώνω, κυρτώνω». Το φωνήεν α αποτελεί μάλλον στοιχείο τής λαϊκής γλώσσας, ενώ η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”